ἀνταρκτικοῦ

ἀνταρκτικοῦ
ἀνταρκτικός
antarctic
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδικός ωκεανός — Ο τρίτος σε έκταση (73.427.000 τ. χλμ.) ωκεανός, μετά τον Ειρηνικό και τον Ατλαντικό. Αντίθετα από τους άλλους δύο, ο Ι.ω. δεν παρουσιάζει πολλούς βραχίονες. Εκτείνεται από τη νότια Ασία μέχρι την Ανταρκτική και από την ανατολική Αφρική μέχρι τη… …   Dictionary of Greek

  • λιμακινίδες — (limacinidae). Οικογένεια γαστεροπόδων σαλιγκαριών της τάξης των θηκοσωμάτων. Πρόκειται για μαλάκια με μικρό, σπειροειδές, λεπτό, διαφανές και αριστερόστροφο όστρακο. Εκπρόσωπος της οικογένειας είναι το γένος λιμακίνη (Limacine), με σημαντικότερα …   Dictionary of Greek

  • Σέτλαντ, Νότιες — (South Shetland Islands). Αρχιπέλαγος της Ανταρκτικής (4622 τ. χλμ.), στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού. Τα νησιά έχουν διεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ, προχωρούν πάνω από 500 χλμ. μεταξύ Ανταρκτικής Χερσονήσου και Νότιας Αμερικής (Γη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”